νυκτοπεριπλάνητος

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Medium diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Low diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Capitals: ΝΥΚΤΟΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktoperiplánētos Transliteration B: nyktoperiplanētos Transliteration C: nyktoperiplanitos Beta Code: nuktoperipla/nhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτοπλανής.

Greek Monolingual

νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].

Greek Monotonic

νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.