ξενιτεύω
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
A live abroad, Timae.139, Nic.Dam. 1032 J., Str.14.5.13, Luc.Patr.Enc.8 ; ξ. πρός τινας Aristeas 257 ; live in exile, J.AJ16.11.8. II Med., to be a mercenary in foreign service, Isoc.5.122, Ep.2.19 ; ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην Antiph.96.
German (Pape)
[Seite 277] ein Fremdling sein, sich als Fremder an einem Orte aufhalten; Pol. 12, 28, 6; Ggstz τὴν πατρίδα οἰκεῖν, Luc. Patr. Enc. 8. – Med. ein Fremdling sein, bes. als Miethssoldat dienen, Antiphan. in VLL., die es μισθοφορέω erkl.; Isocr. 5, 122 epist. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ξενῑτεύω: ἀπέρχομαι εἰς ξένον τόπον καὶ ζῶ ἐκεῖ, Τιμαί. Ἀποσπ. 139, Στράβ. 673, Λουκ. Πατρίδ. Ἐγκώμ. 8. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ξενιτεύομαι, ἰδίως εἶμαι μισθοφόρος εἰς ξένην στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, Ἰσοκρ. 170Α, 410C· ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην Ἀντιφ. ἐν «Εὐθυδίκῳ» 2.
French (Bailly abrégé)
1 vivre à l’étranger;
2 servir comme soldat étranger, comme mercenaire.
Étymologie: ξένος.
Greek Monotonic
ξενῑτεύω: (ξένος), μέλ. -σω,
I. ζω στα ξένα, σε Λουκ.
II. αποθ., ξενιτεύομαι, πάω στην ξενιτειά, αποδημώ, υπηρετώ σε ξένο στράτευμα, σε Ισοκρ.