πάναισχρος

From LSJ
Revision as of 00:46, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναισχρος Medium diacritics: πάναισχρος Low diacritics: πάναισχρος Capitals: ΠΑΝΑΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: pánaischros Transliteration B: panaischros Transliteration C: panaischros Beta Code: pa/naisxros

English (LSJ)

ον,

   A = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: Sup., παναισχίστη τέρψις AP6.163 (Mel.). Adv. -ρως Plb.4.58.11, Tz.H. 6.44.

German (Pape)

[Seite 456] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).

Greek (Liddell-Scott)

πάναισχρος: -ον, ὁ πάνυ αἰσχρός, ὥστε πάναισχρον (τὸ πρᾶγμα) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη τέρψις Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πάνυ αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.

Greek Monolingual

πάναισχρος, -ον (Α)
1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης
2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος.
επίρρ...
παναίσχρως (ΑΜ)
αισχρότατα, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσχρός.

Greek Monotonic

πάναισχρος: -ον, = παναισχής· υπερθ. -αίσχιστος, σε Ανθ.