παραιβάτης

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, poet. st. παραβάτης; Il. 23, 132; Eur. Suppl. 699.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poét. c. παραβάτης.

English (Autenrieth)

(βαίνω): one who stands beside the charioteer and fights, ‘chariot-fighter,’ pl., Il. 23.132†.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. παραιβάτις, -ιδος, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβάτης.

Greek Monotonic

παραιβάτης: -βάτις, ποιητ. αντί παρα-βάτης, -βάτις.