πελός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
German (Pape)
[Seite 551] s. πελιός, πελλός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πελλός.———————— (II)
ο
βλ. πελελός.
Greek Monotonic
πελός: ή πελλός, -ή, -όν, Λατ. pullus, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.