πινακίσκος

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκίσκος Medium diacritics: πινακίσκος Low diacritics: πινακίσκος Capitals: ΠΙΝΑΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: pinakískos Transliteration B: pinakiskos Transliteration C: pinakiskos Beta Code: pinaki/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of

   A πίναξ 2, Ar.Pl. 813,Fr.532, Pherecr.108.14, Pl.Com.119, Lync.1.6.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, = πινακίδιον, Ar. Plut. 813.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινακίδιον, Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε πίναξ 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dim. de πίναξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α πίναξ, -ακος]
1. μικρό πιάτο, πιατάκι
2. πινακίδα ζωγραφισμένη.

Greek Monotonic

πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινάκιον, σε Αριστοφ.