πιθηκοφόρος

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοφόρος Medium diacritics: πιθηκοφόρος Low diacritics: πιθηκοφόρος Capitals: ΠΙΘΗΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pithēkophóros Transliteration B: pithēkophoros Transliteration C: pithikoforos Beta Code: piqhkofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A branded with the mark of an ape, Luc.Pisc.47.

German (Pape)

[Seite 614] affentragend, Luc. Pisc. 47.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοφόρος: -ον, ὁ φέρων πίθηκον, Λουκ. Ἀλ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec une figure de singe ou affublé d’une peau de singe.
Étymologie: πίθηκος, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

πῐθηκοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.