πολύχωστος

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωστος Medium diacritics: πολύχωστος Low diacritics: πολύχωστος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: polýchōstos Transliteration B: polychōstos Transliteration C: polychostos Beta Code: polu/xwstos

English (LSJ)

ον,

   A high-heaped, τάφος A.Ch.351 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 677] viel oder hoch aufgeschüttet, τάφος, Aesch. Ch. 346.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωστος: -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé d’un grand amas de terre.
Étymologie: πολύς, χώννυμι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί πολύ χώμα έτσι ώστε να μοιάζει με λόφο, αυτός πάνω στον οποίο έχει συσσωρευθεί πολύ χώμα και σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμό-χωστος].

Greek Monotonic

πολύχωστος: -ον, αυτός που αποτελείται από μεγάλο σωρό χώματος, σε Αισχύλ.