πορνεῖον
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
τό,
A brothel, Ar.V.1283, Ra.113, Antipho 1.14, etc.
German (Pape)
[Seite 684] τό, Hurenhaus; Ar. Vesp. 1283 Ran. 113; Antiph. 1, 14; Ath. oft u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορνεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, χαμαιτυπεῖον, Ἀριστοφ. Σφ. 1283, Βατρ. 113, Ἀντιφῶν 13. 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 107.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de prostitution.
Étymologie: πόρνη.
Greek Monotonic
πορνεῖον: τό, οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, σε Αριστοφ.