προέμεν
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de προΐημι.
English (Autenrieth)
see προΐημι.
Greek Monotonic
προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.