ποσάπους
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A of how many feet? Pl.Men. 85b.
German (Pape)
[Seite 687] ὁ, ἡ, wie vielfüßig? Plat. Men. 85 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποσάπους: ποδος, ὁ, ἡ, πόσων ποδῶν; τόδε οὖν ποσάπουν γίγνεται; ὀκτάπουν Πλάτ. Μένων 85Β.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. άποδος
de combien de pieds ?
Étymologie: πόσος, πούς.
Greek Monolingual
-οδος, ὁ, ἡ, Α
πόσων ποδών, με πόσο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί-πους, τετρά-πους κ.λπ.].
Greek Monotonic
ποσάπους: -ποδος, ὁ, ἡ, πόσων πόδων; σε Πλάτ.