προορίζω

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A determine beforehand, ἡμέραν Hld.7.24; predetermine, predestine, ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν Ep.Eph.1.5; τι γενέσθαι Act.Ap.4.28; τινὰς συμμόρφους (sc. γενέσθαι) Ep.Rom.8.29.

German (Pape)

[Seite 737] vorher bestimmen, Sp., wie N. T.; begränzen; med. sich vorher den Werth bestimmen, sich ein Grundstück hypothekarisch versichern lassen (s. ὅροι), Dem. τὴν οἰκίαν προωρίσατο δισχιλίων, 31, 4, wo Bekker προσωρίσατο lies't.

Greek (Liddell-Scott)

προορίζω: ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἡμέραν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ.· ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, προαποφασίζω, τινὰς εἴς τι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 5· τὶ γενέσθαι Πράξεις Ἀπ. δ΄, 28· τινὰ σύμμορφον (ἐξυπ. γενέσθαι) Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 29. ― Μέσ., σημειῶ τι ἐκ τῶν προτέρων, διάφ. γραφ. ἀντὶ προσωρίσατο παρὰ Δημ., ἴδε ἐν λέξ. προσορίζω.

French (Bailly abrégé)

déterminer ou fixer auparavant.
Étymologie: πρό, ὁρίζω.

English (Strong)

from πρό and ὁρίζω; to limit in advance, i.e. (figuratively) predetermine: determine before, ordain, predestinate.

English (Thayer)

1st aorist προορισα; 1st aorist passive participle προορισθεντες; to predetermine, decide beforehand, Vulg. (except in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N. T. of God decreeing from eternity, followed by an accusative with the infinitive τί, with the addition of πρό τῶν αἰώνων τινα, with a predicate acc, to foreordain, appoint beforehand, τινα εἰς τί, one to obtain a thing. προορισθεντες namely, κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.))

Greek Monolingual

ΝΜΑ ὁρίζω
ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ
γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.)

Greek Monotonic

προορίζω: μέλ. -σω, ορίζω εκ των προτέρων, ορίζω από πριν, προορίζω, σε Καινή Διαθήκη