προσσταυρόω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
A draw a stockade along or before a place, c. acc., π. τὰς τριήρεις Th.4.9; τὰς τάφρους App.BC5.33.
German (Pape)
[Seite 780] mit Pallisaden umgeben; Thuc. 4, 9, τὰς τριήρεις, die aufs Land gezogenen Schiffe; τάφρους, App. B. C. 5, 33.
Greek (Liddell-Scott)
προσσταυρόω: σχηματίζω σταύρωμα ἢ χαράκωμα πρὸ πράγματός τινος, μετ’ αἰτ., τὰς τριήρεις... προσεσταύρωσε (κατὰ ἓν ἀντιγραφ. προεσταύρωσε) Θουκ. 4. 9., ἴδε ἔκδ. Arnold καὶ Bloomfield ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer de palissades, acc..
Étymologie: πρός, σταυρόω.
Greek Monotonic
προσσταυρόω: μέλ. -ώσω, φράσσω μπροστά με πασσάλους, με αιτ., σε Θουκ.