προσμανθάνω

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμανθάνω Medium diacritics: προσμανθάνω Low diacritics: προσμανθάνω Capitals: ΠΡΟΣΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: prosmanthánō Transliteration B: prosmanthanō Transliteration C: prosmanthano Beta Code: prosmanqa/nw

English (LSJ)

   A learn besides, A.Pr.697, Trag.Adesp.516a, Ar.V. 1208, Th.20: c. inf., ib.24.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μανθάνω), dazu lernen; ἔςτ' ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς, Aesch. Prom. 699; Ar. Thesm. 20. 24; in späterer Prosa; προσμαθητέον, Xen. Oec. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσμανθάνω: μανθάνω προσέτι, Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. προσδιδάσκω.

French (Bailly abrégé)

f. προσμαθήσομαι, ao. προσέμαθον;
apprendre en outre.
Étymologie: πρός, μανθάνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
μαθαίνω κάτι ακόμη
αρχ.
(με απρμφ.) μαθαίνω να...

Greek Monotonic

προσμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ -έμᾰθον· μαθαίνω επιπλέον, σε Αισχύλ., Αριστοφ.