πρόσφθογγος

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφθογγος Medium diacritics: πρόσφθογγος Low diacritics: πρόσφθογγος Capitals: ΠΡΟΣΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: prósphthongos Transliteration B: prosphthongos Transliteration C: prosfthoggos Beta Code: pro/sfqoggos

English (LSJ)

ον,

   A addressing, saluting, μῦθοι π. words of salutation, A.Pers.153 (anap.); π. σοι νόστου βοά ib.935 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 786] anredend, begrüßend; προσφθόγγοις μύθοισι προσαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφθογγος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου αὐτόθι 935.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à adresser la parole ou à saluer.
Étymologie: προσφθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α προσφθέγγομαι
αυτός που χρησιμεύει για προσφώνηση, για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πρόσφθογγος: -ον, προσφωνητικός, χαιρετιστικός, μῦθοι πρόσφθογγοι, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ.