σκιραφεῖον

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐρᾰφεῖον Medium diacritics: σκιραφεῖον Low diacritics: σκιραφείον Capitals: ΣΚΙΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: skirapheîon Transliteration B: skirapheion Transliteration C: skirafeion Beta Code: skirafei=on

English (LSJ)

(in codd. sts. σκιράφιον), τό,

   A gambling-house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.

German (Pape)

[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.

Greek Monolingual

και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.