συνθεάομαι
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
A view or see together, of spectators at games, Pl.La. 178a, X.Oec.3.7; οἱ συνθεώμενοι the other spectators, Antipho 3.4.5. 2 examine together, τὰ ἱερά X.An.6.4.15; σ. τὰ κατὰ τὴν μοῦσαν Pl.Lg.967e. 3 take in at a glance, Plb.1.25.1, 1.40.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεάομαι: ἀποθ., θεῶμαι ἢ βλέπω ὁμοῦ, ἐπὶ θεατῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πλάτ. Λάχ. 178Α, Ξεν. Οἰκ. 3, 7· οἱ ξυνθεώμενοι, οἱ συνθεαταί, Ἀντιφῶν 124. 27. 2) ἐξετάζω ὁμοῦ, τὰ ἱερὰ Ξεν. Ἀν. 6. 4, 15· σ. τὰ κατὰ τὴν μοῦσαν Πλάτ. Νόμ. 967Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 voir ou regarder avec d’autres;
2 examiner ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, θεάομαι.
Greek Monotonic
συνθεάομαι: αποθ.·
1. βλέπω μαζί ή έχω κοινή θέα με κάποιον, λέγεται για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν.
2. εξετάζω, παρατηρώ μαζί, συνεξετάζω, ερευνώ, σε Ξεν.