τέων
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Ion. gen. pl. of τίς;
A who?, and τεων, of τις, any one, v. τίς, τις. II τέων, gen. pl. of ὅς, Nic.Al.2.
German (Pape)
[Seite 1104] ep. = τῶν od. ὧν, Nic. Al. 2. ion. = τίνων, Hom., s. τίς.
Greek (Liddell-Scott)
τέων: Ἰων. γενικ. πληθ. τοῦ τίς; καὶ ἀναγνωστέον ὡς μονοσύλλαβον ἐν Ὀδ. Ζ. 119, Ν. 200. 2) γεν. πληθ. τοῦ τις, Ἡρόδ. 5. 57. ΙΙ. Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ ὅς, Νικ. Ἀλεξιφ. 2.
French (Bailly abrégé)
1ion. c. τίνων, gén. pl. de τίς interr.
ion. c. τινῶν, gén. pl. de τις indéf.
English (Autenrieth)
see τίς.
Greek Monolingual
Α
1. (ιων. γεν. πληθ. της ερωτημ. αντων.) βλ. τίς
2. (επικ. γεν. πληθ. της αναφ. αντων.) βλ. ὅς.
Greek Monotonic
τέων: ·
I. Ιων. αντί τίνων; γεν. πληθ. του τίς; ποιων; σε Ομήρ. Οδ. ΙI. του τις, οποιωνδήποτε, σε Ηρόδ.