τυραννοφόνος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ον,
A slaying tyrants, AP7.388 (Bianor), D.C.44.35.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννοφόνος: -ον, ὡς τὸ τυραννοκτόνος, ὁ φονεύσας τύραννον, Ἀνθ. Π. 7. 388, Δίων Κ. 44. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τυραννοκτόνος.
Étymologie: τύραννος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-φόνος.
Greek Monotonic
τῠραννοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.