ὑστερόπους

From LSJ
Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερόπους Medium diacritics: ὑστερόπους Low diacritics: υστερόπους Capitals: ΥΣΤΕΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: hysterópous Transliteration B: hysteropous Transliteration C: ysteropous Beta Code: u(stero/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A coming late, ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326 (lyr.); ὑ. Νέμεσις AP12.229 (Strat.); Ἐρινύς Orph.A.1164.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος ὕστερον, ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
au pied tardif, lent.
Étymologie: ὕστερος, πούς.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έρχεται κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό-πους].

Greek Monotonic

ὑστερόπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έρχεται αργά, σε Ανθ.