ὑποσόλοικος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A in somewhat bad taste, Cic.Att.2.10.1, 14.21.3, Plu.2.615d (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1232] etwas fehlerhaft in der Sprache, etwas sprachwidrig, im compar. Plut. Symp. 1, 2,1; übh. etwas abgeschmackt, Cic. Att. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσόλοικος: -ον, ὀλίγον σόλοικος, ἀλλόκοτος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 10, Πλούτ. 2. 615D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de langage un peu incorrect, p. ext. un peu étrange en gén.
Étymologie: ὑπό, σόλοικος.
Greek Monolingual
-ον, Α σόλοικος
1. λίγο σόλοικος
2. (γενικά) λίγο αλλόκοτος.
Greek Monotonic
ὑποσόλοικος: -ον, ένοχος ελαφρού σολοικισμού, γλωσσικού λάθους, σε Κικ.