φρενολῃστής

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενολῃστής Medium diacritics: φρενολῃστής Low diacritics: φρενοληστής Capitals: ΦΡΕΝΟΛΗΣΤΗΣ
Transliteration A: phrenolēistḗs Transliteration B: phrenolēstēs Transliteration C: frenolistis Beta Code: frenolh|sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A robber of the understanding, deceiver, AP12.144 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, Räuber der Seele, des Verstandes, Mel. 42 (XII, 144), ἔρως.

Greek (Liddell-Scott)

φρενολῃστής: -οῦ, ὁ, ὁ λῃστεύων τὸν νοῦν, ἀπατεών, πρβλ. φρενοκλόπος, τί κλαίεις φρενολῃστά; Ἀνθ. Παλ. 12. 144.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui trompe l’esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, λῃστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εξαπατά τον νου, φρενοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + λῃστής.

Greek Monotonic

φρενολῃστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ληστεύει το μυαλό, απατεώνας, σε Ανθ.