αὔθαιμος

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

German (Pape)

[Seite 392] (αἷμα), von demselben Blute, verschwistert, Ant. Sid. 15 (VI, 14); Soph. O. C. 1080 für αὐθομαίμων, nach Bothe's Conj.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même sang, frère, sœur.
Étymologie: αὐτός, αἷμα.

Spanish (DGE)

-ον
1 de la misma sangre, fraterno δεινὰ δ' εὑροῦσαν πρὸς αὐθαίμων πάθη S.OC 1078, αὔ. σπορά Nicom.Trag.16a.
2 subst. hermano αὔ. ἡμέτερος AP 7.707 (Diosc.), σῆμα ... Φαρνάκου αὐθαίμου GVI 633.2 (Renea II a.C.).

Greek Monolingual

αὔθαιμος, -ον και αὐθαίμων, -ον (Α)
1. αδελφός
2. συγγενής εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + -αιμος, -αίμων < αίμα].

Russian (Dvoretsky)

αὔθαιμος: Soph., Anth. = αὐθαίμων.