μεταλλήγω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.
v. μεταλήγω.
see μεταλήγω.
μεταλλήγω (Α)
(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.
μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.
μεταλλήγω: эп. = *μεταλήγω.