πυκνορράξ

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνορράξ Medium diacritics: πυκνορράξ Low diacritics: πυκνορράξ Capitals: ΠΥΚΝΟΡΡΑΞ
Transliteration A: pyknorráx Transliteration B: pyknorrax Transliteration C: pyknorraks Beta Code: puknorra/c

English (LSJ)

ᾶγος, (ῥάξ)

   A thick with berries, AP6.22 (Zon., ap.Suid., but πυκνόρρωγα or πυκνορρῶγα codd. as in Str.15.2.14).

Greek (Liddell-Scott)

πυκνορράξ: ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.

French (Bailly abrégé)

ᾶγος (ὁ, ἡ)
aux grains drus ou serrés (grappe).
Étymologie: πυκνός, ῥάξ.

Greek Monolingual

-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και πυκνορρώξ, -ῶγος, ὁ, Α
αυτός που έχει πυκνές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»].

Greek Monotonic

πυκνορράξ: -ᾶγος (ῥάξ), αυτός που έχει πυκνές ρώγες (σταφύλι), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πυκνορράξ: ᾶγος adj. густо увешанный ягодами (βότρυς Anth.).