περσίζω

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

German (Pape)

[Seite 603] persisch gesinnt sein, in politischer Hinsicht es mit den Persern halten, den Persern in Sitten, Tracht, Lebensart nachahmen, persisch sprechen, die persische Sprache verstehen, Xen. An. 4, 5, 34 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

parler la langue persane.
Étymologie: Πέρσης².

Greek Monolingual

(I)
ΜΑ Πέρσης
έχω τα ίδια φρονήματα με τους Πέρσες
αρχ.
1. μιλώ περσικά
2. μιμούμαι τους Πέρσες στην αμφίεση και στη συμπεριφορά.———————— (II)
Α Περσεύς
υποστηρίζω τον Περσέα.

Russian (Dvoretsky)

περσίζω: говорить по-персидски: διὰ τοῦ περσίζοντος ἑρμηνέως Xen. через говорящего по-персидски переводчика.