σαράπους

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰράπους Medium diacritics: σαράπους Low diacritics: σαράπους Capitals: ΣΑΡΑΠΟΥΣ
Transliteration A: sarápous Transliteration B: sarapous Transliteration C: sarapous Beta Code: sara/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, acc. σαράπουν and, in Alc.37B, σάραπον:—

   A splay-footed, Alc. l.c., Gal.19.136. (From σαίρω (B),= ἐπισύρων τὼ πόδε, D.L.1.81; from σαίρω (A),= διασεσηρότας καὶ διεστῶτας ἔχουσα τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, Gal.l.c.)

German (Pape)

[Seite 862] eigtl. Einer, der mit den Füßen kehrt, fegt, dah. der breite auseinanderstehende, Füße hat u. sie im Gehen schleppt, lat. plautus., od. nach Galen. Füße mit breit auseinanderstehenden Zehen.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰράπους: [ρᾰ], -ποδος, ὁ, ἡ, αἰτ. σαράπουν καὶ παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ 38· σάραπον· (σαίρω ΙΙ, ποὺς) ὁ διὰ τῶν ποδῶν τοῦ σαρώνων, δηλ. ὁ ἔχων πόδας στρεβλοὺς καὶ σύρων αὐτοὺς κατὰ γῆς ἐν ᾧ βαδίζει, πατύπους, Λατ. plautus, Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 396.

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
στραβοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί-πους, πλατύ-πους].

Russian (Dvoretsky)

σαράπους: 2, gen. ποδος, эол. σάραπος, ω adj. σαίρω страдающий плоскостопием Diog. L.