σκωραμίς

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωρᾰμίς Medium diacritics: σκωραμίς Low diacritics: σκωραμίς Capitals: ΣΚΩΡΑΜΙΣ
Transliteration A: skōramís Transliteration B: skōramis Transliteration C: skoramis Beta Code: skwrami/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A night-stool, Ar.Ec.371.

German (Pape)

[Seite 910] ίδος, ἡ, Nachtstuhl, Ar. Eccl. 371, κωμῳδική.

Greek (Liddell-Scott)

σκωρᾰμίς: -ίδος, ἡ, οὐροδοχεῖον τῆς νυκτός, «κατουροκάνατον», «καθῆκι», «ἀμὶς μὲν ἐν ᾧ οὐροῦσι, σκωραμὶς δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦσι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 371.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase de nuit.
Étymologie: σκώρ, ἀμίς.
Syn. προχοΐς, λάσανον, ἐκδοχεῖον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
δοχείο για να αποπατεί κάποιος, καθοίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + ἀμίς «ουροδοχείο»].

Russian (Dvoretsky)

σκωρᾰμίς: ίδος (ῐδ) ἡ ночная посуда Arph.