αὐτοχορήγητος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ον,
A self-furnished, Pl.Ax.371d.
German (Pape)
[Seite 404] von selbst, ohne Anderer Zuthun ausgerüstet, εἰλαπίναι Plat. Ax. 371 d.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχορήγητος: -ον, ἄνευ ξένης χορηγίας, εἰλαπίναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D.
Spanish (DGE)
-ον
que es ofrecido espontáneamente aludiendo a las contribuciones de los coregos εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι festines ofrecidos espontáneamente Pl.Ax.371d.
Greek Monolingual
αὐτοχορήγητος, -ον (Α)
(για δείπνο) χωρίς ξένη χορηγία.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοχορήγητος: устроенный в порядке добровольной хорегии (εἰλαπίναι Plat.).