καταλούομαι
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
Med.,
A spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.
Greek (Liddell-Scott)
καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.
French (Bailly abrégé)
dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.
Greek Monolingual
καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
καταλούομαι: Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου αντί -λούει), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταλούομαι: (2 л. sing. καταλόει) лить как воду (в купальне), т. е. бросать на ветер, расточать, проматывать (τὸν βίον Arph.).