Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: διωρῠγή | Medium diacritics: διωρυγή | Low diacritics: διωρυγή | Capitals: ΔΙΩΡΥΓΗ |
Transliteration A: diōrygḗ | Transliteration B: diōrygē | Transliteration C: diorygi | Beta Code: diwrugh/ |
ἡ, v. l. for διωρυχή.
διωρῠγή: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ διορυγή.
ῆς (ἡ) :
c. διῶρυξ.
v. διορυγή.
διωρῠγή: ἡ Plut. = διῶρυξ.