ἀπόνιπτρον

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόνιπτρον Medium diacritics: ἀπόνιπτρον Low diacritics: απόνιπτρον Capitals: ΑΠΟΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: apóniptron Transliteration B: aponiptron Transliteration C: aponiptron Beta Code: a)po/niptron

English (LSJ)

τό,

   A water used for washing, dirty water, ἀ. ἐκχεῖν Ar. Ach.616.

German (Pape)

[Seite 317] τό, = ἀπόνιμμα, Ar. Ach. 591.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνιπτρον: τό, τὸ ἐκ τῆς ἀπονίψεως ῥυπαρὸν ὕδωρ, «τὸ δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν καταπεσὸν ὑγρὸν ἀπόνιπτρον ἐκαλεῖτο, ἤγουν χειρῶν καὶ ποδῶν ἀπόνιμμα» Εὐστ. 1401, 7., 1867, 25· ὥσπερ ἀπόνιπτρον ἐκχέοντες ἑσπέρας Ἀριστοφ. Ἀχ. 616, ἴδε Πολυδ. Ζ΄, 40, Ἡσύχ. κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: ἀπονίπτω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
agua sucia de haberse lavado, agua sucia ἀ. ἐκχεῖν Ar.Ach.616, cf. Phryn.165, Ath.409f.

Greek Monolingual

ἀπόνιπτρον, το (Α)
απόπλυμα, βρομόνερο.

Greek Monotonic

ἀπόνιπτρον: τό (ἀπονίζω), νερό μέσα στο οποίο έχει πλύνει κάποιος τα χέρια του, ρυπαρό νερό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόνιπτρον: τό грязная вода, помои Arph.