ἀθεεί
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
Adv., (θεός)
A without the aid of God, mostly with neg., οὐκ ἀθεεί Od.18.353, Philostr.VS1.21.2, D.C.59.12, Plot.4.3.16, Nonn. D.7.178, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans le secours des dieux.
Étymologie: ἀ, θεός.
English (Autenrieth)
(θεός), adv.: without god; οὐκ ἀθεεὶ ὅδ' ἀνὴρ... ἥκει (i. e. ‘he is a godsend to us’), said in mockery, Od. 18.353†.
Spanish (DGE)
adv. sin la ayuda de un dios οὐκ ἀ. ὅδ' ἀνὴρ ... ἵκει Od.18.353, cf. Mosch.2.152, Philostr.VS 516, Plot.4.3.16, Nonn.D.7.178, 22.384, Hsch.
Greek Monotonic
ἀθεεί: επίρρ. (θεός), αυτός που δεν έχει τη βοήθεια, τη συνδρομή, την αρωγή του θεού· οὐκ ἀθεεί, αυτό που ο Οράτ. παραθέτει ως non sine Dis, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθεεί: adv. не по воле богов: οὐκ ἀ. Hom. не без воли богов.