ἐνάλλαξις
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crossing, interlacing, φλεβῶν Arist.PA668b26, cf. Olymp.in Mete.31.20. II Gramm., = ἐναλλαγή, Longin.23.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, = ἐναλλαγή, Arist. part. anim. 3, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάλλαξις: -εως, ἡ = ἐναλλαγή, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5. 17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 entrecruzamiento τῶν φλεβῶν Arist.PA 668b26.
2 gram. y ret. cambio, enálage τῶν πτώσεων χρόνων προσώπων ἀριθμῶν γενῶν Longin.23.1, τῆς φωνῆς Hdn.Fig.2, τῆς λέξεως τῶν ὅρων Gal.Ins.Log.6.3.
3 cambio σοὶ γὰρ ἡ τόπων ἐ. ἁρμόζει Ph.1.231
•modificación fís. διάλλαξις ... καὶ ἐ. ref. la semilla Theol.Ar.6, cf. Hippiatr.2.1.
Greek Monolingual
ἐνάλλαξις, η (AM)
διασταύρωση, συμπλοκή
αρχ.
γραμμ. εναλλαγή·
Russian (Dvoretsky)
ἐνάλλαξις: εως ἡ перекрещивание, скрещивание (τῶν φλεβῶν Arst.).