κατεγνυπωμένως

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγνῡπωμένως Medium diacritics: κατεγνυπωμένως Low diacritics: κατεγνυπωμένως Capitals: ΚΑΤΕΓΝΥΠΩΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kategnypōménōs Transliteration B: kategnypōmenōs Transliteration C: kategnypomenos Beta Code: kategnupwme/nws

English (LSJ)

Adv.,

   A v. καταγνυπόομαι.

German (Pape)

[Seite 1393] feig, Menand. bei Phot. Vgl. καταγνυπόω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγνῡπωμένως: Ἐπίρρ. ἴδε ἐν λ. καταγνυπόω, νωθρῶς, ἀνάνδρως.

Greek Monolingual

κατεγνυπωμένως (Α)
επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)- + -γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές του γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου γνυπτεῖν
ἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοι
ἐκτεταμένοι, δειλοί].

Russian (Dvoretsky)

κατεγνυπωμένως: adv. трусливо, малодушно Men.