πολύευκτος

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύευκτος Medium diacritics: πολύευκτος Low diacritics: πολύευκτος Capitals: ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: polýeuktos Transliteration B: polyeuktos Transliteration C: polyefktos Beta Code: polu/euktos

English (LSJ)

ον,

   A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85; ὄλβος A.Eu.537 (lyr.); πλοῦτος X.Cyr.1.6.45; παιδίον Him. Or.23.20.    II Act., with many prayers, ἱκεσίη Nonn.D.40.66.

German (Pape)

[Seite 662] viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύευκτος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, ἰὴ παιδὸς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1, 85· ὄλβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 537· πλοῦτος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou longtemps désiré.
Étymologie: πολύς, εὔχομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εὐκτός (< εὔχομαι)].

Greek Monotonic

πολύευκτος: -ον, εξαιρετικά επιθυμητός, πολυπόθητος, σε Χρησμ. παρά Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύευκτος: долгожданный, вожделенный, желанный (ἰὴ παιδός Her.; ὄλβος Aesch.; χρυσός Xen.).