παραβουλεύομαι
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
A v. παραβολ-.
German (Pape)
[Seite 473] = παραβολεύομαι, N. T. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραβουλεύομαι: ἴδε παραβολ-.
English (Strong)
from παρά and the middle voice of βουλεύω; to misconsult, i.e. disregard: not (to) regard(-ing).
Greek Monolingual
Α
(δ. γρφ.) βλ. παραβολευομαι.
Russian (Dvoretsky)
παραβουλεύομαι: NT v. l. = παραβολεύομαι.