ἀορτέω

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀορτέω Medium diacritics: ἀορτέω Low diacritics: αορτέω Capitals: ΑΟΡΤΕΩ
Transliteration A: aortéō Transliteration B: aorteō Transliteration C: aorteo Beta Code: a)orte/w

English (LSJ)

lengthd. form of ἀείρω, found only in aor. 1 part. Pass.

   A ἀορτηθείς hung up, suspended, AP7.696 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 273] = ἀείρω, nur ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος, an der Fichte aufgehängt, hangend, Arch. 22 (VII, 696).

Greek (Liddell-Scott)

ἀορτέω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀείρω, ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever, suspendre.
Étymologie: ἀείρω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
colgar, ahorcar ἀορτηθεὶς ἐκ λασίας πίτυος del sátiro Marsias AP 7.696.

Greek Monotonic

ἀορτέω: εκτεταμ. τύπος του ἀείρω, μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀορτηθείς, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀορτέω: поднимать, вешать (τλάμων ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος Anth.).