βιβλίον

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

or βυβλίον, τό,

   A strip of βύβλος, Thphr.HP4.8.4: hence, paper, document, Hdt.1.123, 3.128, Ar.Av.974, etc.; τὸ β. τοῦ ψηφίσματος IG22.1.61; β. ἀποστασίου notice of divorce, Ev.Matt.19.7.    2 = βιβλίδιον, petition to the Government, = Lat. libellus, BGU422 (ii A. D.), POxy.86.16 (iv A. D.), etc.    3 = δέλτος, tablet, LXX To.7.14.    II book, Eup.304, Theognet.1.8, Pl.Ap.26d, etc.; μέγα β. ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ Call.Fr.359.    2 book as the division of a work, ἐν τῷ πρώτῳ β. Dsc.2 Praef., Ph.1.329, etc.    3 τὰ β. place in which books are kept, library, ἀνεθήκατε εἰς τὰ β. D.Chr.37.8.    4 τὰ β. τὰ ἅγια the sacred books or Scriptures, LXX 1 Ma.12.9; τὰ β. τοῦ νόμου ib.1.56.

German (Pape)

[Seite 444] τό, dim. von βίβλος, Büchlein, Brief, Her. 1, 123 u. öfter; Plat. u. Folgde; meist ohne Diminutivbdtg, vgl. βυβλίον.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βίβλος, μικρὰ πραγματεία, ἐπιστολή, Ἡρόδ. 1. 123., 3. 128, Ἀριστοφ. Ὄρν. 974, Ξεν. κ. ἀλλ.· συχνάκις δὲ γράφεται βυβλίον. 2) περγαμηνή, πίναξ, ἔγγραφον, Ἑβδ. (Τωβ. ζ΄, 14). ΙΙ. ἄνευ τῆς ὑποκορ. ἐννοίας, ὡς παρ’ ἡμῖν = βίβλος, Θεόγνητ. Φάσμ. 1, Ἀριστ. Φυτ. 2. 2, 1. 2) βιβλίον ὡς διαίρεσις ἔν τινι ἔργῳ, ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ Διοσκ. 2 προοιμ. 3) τὰ βιβλία, μέρος ἔνθα τὰ βιβλία φυλάττονται, βιβλιοθήκη, ἀνεθήκατε εἰς τὰ β. Δίων Χρ. 2. 104. 4) τὰ βιβλία τὰ ἅγια, τὰ βιβλία τῆς ἁγ. Γραφῆς, Ἑβδ. (1 Μακκ. ιβ΄, 9).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 papier à écrire;
2 tablette;
3 un livre.
Étymologie: βίβλος.

English (Abbott-Smith)

βιβλίον, -ου, τό (dim. of βίβλος, q.v.), [in LXX also in the alternat. form βυβ-, chiefly for סֶפֶר and the most freq. of the cognate forms;]
1.a paper, letter, written document: β. ἀποστασίου, bill of divorce, Mt 19:7, Mk 10:4.
2.a book, a roll: Lk 4:17, 20 Jo 20:30 21:25, Ga 3:10, II Ti 4:13, He 9:19 10:7, Re 1:11 5:1-9 6:14 10:8 20:12 22:7-19; β. τ. ζωῆς, Re 13:8 17:8 20:12 21:27.†

English (Strong)

a diminutive of βίβλος; a roll: bill, book, scroll, writing.

English (Thayer)

βιβλίου, τό (diminutive of βίβλος), a small book, a scroll: βιβλίον ἀποστασίου (bill of divorcement): ἀποστάσιον, 1. βιβλίον ζωῆς, the list of those whom God has appointed to eternal salvation: τῇ βίβλῳ); ζωή, 2b. (From Herodotus down.)

Greek Monotonic

βιβλίον: τό, υποκορ. του βίβλος, χαρτί, περγαμηνή, επιστολή, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συχνά απαντά και ως βυβλίον.

Russian (Dvoretsky)

βιβλίον: τό1) лист(ок), письмо Her., Plat., Arst., Plut.;
2) книга, сочинение (περὶ μετεώρων Arst.).