Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μανιάκης

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιάκης Medium diacritics: μανιάκης Low diacritics: μανιάκης Capitals: ΜΑΝΙΑΚΗΣ
Transliteration A: maniákēs Transliteration B: maniakēs Transliteration C: maniakis Beta Code: mania/khs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A necklace, torc, worn of gold by Persians and Gauls, Plb.2.29.8, 2.31.5, LXX 1 Es.3.6, Plu.Cim.9, Jul.ad Ath.284d, Lyd. Mag.1.46 (pl.):—also μᾰνι-άκη, ἡ, PMon.7.74 (vi A. D.):—Dim. μᾰνι-άκιον, τό, Sch. Theoc.11.41.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιτραχήλιον κόσμημα, χρυσοῦν περιδέραιον καὶ περιβραχιόνιον, ἃ ἔφερον οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Γαλάται, Πολύβ. 2. 29, 8., 31, 5, Πλουτ. Κίμ. 9, κτλ.· ὡσαύτως μανίακον, τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα ἐνδύματος, Φαβωρῖνος, πρβλ. Ἡσύχ. Πρβλ. μάνος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collier d’or des Perses, des Celtes.
Étymologie: DELG emprunt iranien ; cf. γαυνάκης, ἀκινάκης, μανδάκης.

Greek Monolingual

μανιάκης, ὁ (ΑM)
χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.)
μσν.
χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη Γαλατική. Ωστόσο, η αντιστοιχία στο επίθημα -άκης με τα γαυν-άκης, μανι-άκης οδηγεί στο να θεωρηθεί η λ. δάνειο από την Ιρανική και να αναχθεί σε ινδοιρανική ρίζα mani- (< ΙΕ ρίζα moni- που μαρτυρείται στο λατ. monīle «περιδέραιο», πρβλ. αβεστ. zarәnu maini «χρυσό περιδέραιο»)].

Greek Monotonic

μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιβραχιόνιο από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

μανιάκης: ου ὁ ожерелье (у персов и кельтов) Polyb., Plut.