νυκτοπεριπλάνητος

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Medium diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Low diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Capitals: ΝΥΚΤΟΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktoperiplánētos Transliteration B: nyktoperiplanētos Transliteration C: nyktoperiplanitos Beta Code: nuktoperipla/nhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτοπλανής.

Greek Monolingual

νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].

Greek Monotonic

νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοπεριπλάνητος: (ᾰ) шатающийся по ночам Arph.