μεγαλομέρεια

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλομέρεια Medium diacritics: μεγαλομέρεια Low diacritics: μεγαλομέρεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: megaloméreia Transliteration B: megalomereia Transliteration C: megalomereia Beta Code: megalome/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A largeness of parts, opp. μικρομέρεια, Arist.Metaph.989a6, Thphr.Ign.45.    II generally, largeness of scale, great size, μ. καὶ δύναμις Plb.1.26.9; τόπου IG9(2).1109.77 (Coropa).    III lavishness, munificence, OGI 168.58 (Syene, ii B. C.), Sammelb.4321.4 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch μεγαλομερία.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομέρεια: ἡ, μέγεθος μερῶν, ἀντίθετ. τῷ μικρομέρεια, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.

Greek Monolingual

μεγαλομέρεια, ἡ (Α) μεγαλομερής
1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών
2. μεγάλο μέγεθος
3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλομέρεια: ἡ сложенность из крупных элементов, большие размеры составных частей Arst.