συνδιαπλέω
From LSJ
English (LSJ)
A sail across with, τινι Luc.Bis Acc.27.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. πλέω), mit od. zugleich durch- od. hinüberschiffen, Luc. bis accus. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαπλέω: διαπλέω ὁμοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 27.
French (Bailly abrégé)
naviguer ensemble à travers.
Étymologie: σύν, διαπλέω.
Greek Monolingual
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνδιαπλέω: πλέω, διαπλέω μαζί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαπλέω: вместе переплывать Luc.