συνδιαπλέω

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπλέω Medium diacritics: συνδιαπλέω Low diacritics: συνδιαπλέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΛΕΩ
Transliteration A: syndiapléō Transliteration B: syndiapleō Transliteration C: syndiapleo Beta Code: sundiaple/w

English (LSJ)

   A sail across with, τινι Luc.Bis Acc.27.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. πλέω), mit od. zugleich durch- od. hinüberschiffen, Luc. bis accus. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπλέω: διαπλέω ὁμοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 27.

French (Bailly abrégé)

naviguer ensemble à travers.
Étymologie: σύν, διαπλέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαπλέω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαπλέω μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαπλέω: πλέω, διαπλέω μαζί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαπλέω: вместе переплывать Luc.