περιμυκάομαι

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμῡκάομαι Medium diacritics: περιμυκάομαι Low diacritics: περιμυκάομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΥΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perimykáomai Transliteration B: perimykaomai Transliteration C: perimykaomai Beta Code: perimuka/omai

English (LSJ)

   A roar round, τινα Plu.Crass.26 ; cf. περιμηκάομαι.

German (Pape)

[Seite 583] (s. μυκάομαι), rings umbrüllen; τύμπ ανα περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Crass. 26; περιμυκήσωνται, Orph. lith. 207.

Greek (Liddell-Scott)

περιμῠκάομαι: ἀποθ., μυκῶμαι, ἠχῶ ὁλόγυρα, πολλὰ τῶν τυμπάνων αὖθις περιεμυκᾶτο τοὺς Ρωμαίους Πλουτ. Κράσσ. 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
mugir ou gronder autour de, acc..
Étymologie: περί, μυκάομαι.

Greek Monotonic

περιμῡκάομαι: αποθ., βρυχώμαι ολόγυρα, τινα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιμῡκάομαι: реветь, гудеть вокруг (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.).