παρειρύω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
A v. παρερύω .
German (Pape)
[Seite 512] poet. u. ion. statt παρερύω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
παρειρύω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ παρερύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. παρερύω.
Greek Monolingual
βλ. παρερύω.
Greek Monotonic
παρειρύω: ποιητ. και Ιων. αντί παρερύω.
Russian (Dvoretsky)
παρειρύω: ион. = παρερύω.