εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
ao.2 poét. de ἄγνυμι.
see ἄγνῦμι.
v. ἄγνυμι.
ἐάγην: (ᾱ, тж. ᾰ) aor. 2 pass. к ἄγνυμι.