μαγαδίζω

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγᾰδίζω Medium diacritics: μαγαδίζω Low diacritics: μαγαδίζω Capitals: ΜΑΓΑΔΙΖΩ
Transliteration A: magadízō Transliteration B: magadizō Transliteration C: magadizo Beta Code: magadi/zw

English (LSJ)

   A play the μάγαδις, Theophil.7.    II of a choir, sing a succession of notes in octaves, μ. ἐν τῇ διὰ πασῶν συμφωνίᾳ Arist.Pr. 921a12, cf. 918b40.

Greek (Liddell-Scott)

μαγᾰδίζω: τῇ μαγάδει διαψάλλω (ἴδε μάγαδις), Θεόφιλ. ἐν «Νεοπτολέμῳ» 2· ἴδε μάγαδις.

Greek Monolingual

μαγαδίζω (Α) μάγαδις
1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις
2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές της μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

μᾰγᾰδίζω: муз. играть в интервале октавы Arst.