διαψάλλω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψάλλω Medium diacritics: διαψάλλω Low diacritics: διαψάλλω Capitals: ΔΙΑΨΑΛΛΩ
Transliteration A: diapsállō Transliteration B: diapsallō Transliteration C: diapsallo Beta Code: diaya/llw

English (LSJ)

strengthened for ψάλλω, abs., Eup.77: c. acc., πρὶν διαψήλῃ τὴν λύραν Him.Or.17.2.

Spanish (DGE)

mús.
1 tañer διαψάλλεις τριγώνοις Eup.88, c. ac. πρὶν διαψήλῃ τὴν λύραν Him.63.2.
2 ejecutar un interludio instrumental (cf. διάψαλμα) Didym.in Ps.71.5.

German (Pape)

[Seite 614] = simpl., τριγώνοις, Eupolis bei Ath. IV. 183 f. oder – dazwischen spielen.

Greek (Liddell-Scott)

διαψάλλω: ἐπιτεταμένον ψάλλω, Εὔπολ. Βαπτ. 1.

Greek Monolingual

διαψάλλω (Α)
1. επιτατικό του ψάλλω
2. (με αιτ.) δοκιμάζω ένα όργανο προτού παίξω δημόσιαοὔτε κιθαρῳδὸς εἰς μέσον ἔρχεται πρὶν καἰ σχολῇ διαψήλῃ τὴν λύραν», Ιμέριος).