διαψάλλω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
strengthened for ψάλλω, abs., Eup.77: c. acc., πρὶν διαψήλῃ τὴν λύραν Him.Or.17.2.
Spanish (DGE)
mús.
1 tañer διαψάλλεις τριγώνοις Eup.88, c. ac. πρὶν διαψήλῃ τὴν λύραν Him.63.2.
2 ejecutar un interludio instrumental (cf. διάψαλμα) Didym.in Ps.71.5.
German (Pape)
[Seite 614] = simpl., τριγώνοις, Eupolis bei Ath. IV. 183 f. oder – dazwischen spielen.
Greek (Liddell-Scott)
διαψάλλω: ἐπιτεταμένον ψάλλω, Εὔπολ. Βαπτ. 1.
Greek Monolingual
διαψάλλω (Α)
1. επιτατικό του ψάλλω
2. (με αιτ.) δοκιμάζω ένα όργανο προτού παίξω δημόσια («οὔτε κιθαρῳδὸς εἰς μέσον ἔρχεται πρὶν καἰ σχολῇ διαψήλῃ τὴν λύραν», Ιμέριος).