ὑπερκαχλάζω

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαχλάζω Medium diacritics: ὑπερκαχλάζω Low diacritics: υπερκαχλάζω Capitals: ΥΠΕΡΚΑΧΛΑΖΩ
Transliteration A: hyperkachlázō Transliteration B: hyperkachlazō Transliteration C: yperkachlazo Beta Code: u(perkaxla/zw

English (LSJ)

   A run bubbling or boiling over, Luc.DMar.11.2; ἐμβόλου Philostr.Jun.Im.11.

German (Pape)

[Seite 1197] übersprudeln, kochend überlaufen, darüberweg sprudeln, Luc. Mar. D. 11, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαχλάζω: ὑπερμέτρως καχλάζω, ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.

French (Bailly abrégé)

s’échapper ou déborder en bouillonnant.
Étymologie: ὑπέρ, καχλάζω.

Greek Monolingual

Α
κάνω πολλές φυσαλίδες, κοχλάζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καχλάζω «βράζω έντονα, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερκαχλάζω: μέλ. -σω, ξεχειλίζω, χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, κοχλάζω υπερβολικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαχλάζω: вскипать, бурлить: ὑπερκαχλάσαι ποιεῖν τι Luc. заставить закипеть что-л.