ὀνικός

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνῐκός Medium diacritics: ὀνικός Low diacritics: ονικός Capitals: ΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: onikós Transliteration B: onikos Transliteration C: onikos Beta Code: o)niko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ass: μύλος ὀ., v. μύλος ; ὀ. κτήνη, i. e. asses, PGen.23.4 (i A. D.), BGU912.24 (i A. D.) ; γόμος ὀ. OGI 629.30 (Palmyra, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 347] zum Esel gehörig, N. T. u. a. Sp., eselhaft.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄνον, ὀνικὸς μύλος, ἴδε ἐν λέξ. ὄνος VII. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’âne ; ὀνικὸς μύλος, meule à âne, pierre meulière.
Étymologie: ὄνος.

English (Strong)

from ὄνος; belonging to a ass, i.e. large (so as to be turned by a ass): millstone.

English (Thayer)

ὀνικη, ὀνικον (ὄνος), of or for an ass: μύλος ὀνικός i. e. turned by an ass (see μύλος, 1), L T Tr WH; Matthew 18:6. Not found elsewhere.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀνικός, -ή, -όν)όνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο
2. φρ. «ονικά κτήνη» — οι όνοι
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικά
οι όνοι.

Greek Monotonic

ὀνῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς μύλος, βλ. ὄνος II. 2.

Russian (Dvoretsky)

ὀνικός: ослиный: μύλος ὀ. NT мельничный камень, жернов (ср. ὄνος 5).